παρακόψαι

παρακόψαι
παρακόπτω
strike falsely
aor inf act
παρακόψαῑ , παρακόπτω
strike falsely
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”